δυσμήχανος

δυσμήχανος
δυσμήχανος, -ον (Α)
1. δυσκατόρθωτος
2. αυτός που βρίσκεται σε δυσκολία, σε αμηχανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυσμήχανος — hard to effect masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσμηχανώτατον — δυσμήχανος hard to effect masc acc superl sg δυσμήχανος hard to effect neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσμηχάνως — δυσμήχανος hard to effect adverbial δυσμήχανος hard to effect masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσμήχανον — δυσμήχανος hard to effect masc/fem acc sg δυσμήχανος hard to effect neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσμήχανα — δυσμήχανος hard to effect neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”